Dictionary of Greek. 2013.
αιχμαλωτεύω — αἰχμαλωτεύω (Α) αιχμαλωτίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ. μσν. αἰχμαλώτευμα] … Dictionary of Greek